Ο Εμίλ Ζάτοπεκ ήταν Τσεχοσλοβάκος δρομέας μεγάλων αποστάσεων, που γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1922 στην περιοχή της Μοραβίας. Ο Ζάτοπεκ προερχόταν από ταπεινή Τσεχοσλοβάκικη οικογένεια και ήταν το έβδομο τέκνο της οικογένειας του. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε να εργάζεται σε εργοστάσιο παπουτσιών για να βγάλει τα προς το ζην. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο εργοστάσιο, o προπονητής άθλησης του εργοστασίου διάλεξε τέσσερα αγόρια, συμπεριλαμβανομένου και του Ζάτοπεκ, διατάζοντας τους να τρέξουν σε ένα αγώνα δρόμου. Ο Ζάτοπεκ αμέσως διαμαρτυρήθηκε ότι ήταν αδύναμος και δεν είχε τη φυσική κατάσταση να τρέξει, με αποτέλεσμα ο προπονητής να τον στείλει στο γιατρό για φυσική εξέταση η οποία έδειξε ότι ήταν μια χαρά. Μη έχοντας άλλη επιλογή, έλαβε μέρος στον αγώνα και όπως ο ίδιος δήλωσε «Όταν ξεκίνησα να τρέχω ένιωσα ότι ήθελα να νικήσω, αλλά ήρθα δεύτερος. Με αυτό τον τρόπο ξεκίνησαν όλα».
Μετά από αυτό αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον του για το τρέξιμο, έγινε μέλος του τοπικού αθλητικού σωματείου και άρχισε να προπονείτε εντατικά. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Ασκγουίθ – ο δημοσιογράφος που μελέτησε τον Ζάποτεκ και έγραψε τη βιογραφία του – ο ίδιος δεν είχε κάποιο φυσικό χάρισμα σαν αθλητής, η ‘ακατέργαστη’ ταχύτητα με την οποία έτρεχε ήταν ελλιπής σε σχέση με άλλους αθλητές, ακόμη και η πίεση του ήταν σχετικά ψηλή όταν πρωτοξεκίνησε το τρέξιμο. Αλλά, αυτό που κατέστησε τον Ζάτοπεκ σπουδαίο και αξιοθαύμαστο αθλητή ήταν το ήθος και η ευφυΐα του. Ήταν τόσο αφοσιωμένος στο τρέξιμο που ανέπτυξε το δικό του πρόγραμμα προπόνησης στηριζόμενο πάνω σε αυτά που διάβασε για τον Φιλανδό Ολυμπιονίκη Πάαβο Νούρμι (1987 – 1973). Παράλληλα, οι γνώσεις που είχε περί χημείας τον έβαλαν στη διαδικασία να κάνει διάφορα ‘πειράματα’ για να τεστάρει την αντοχή του και ήταν από τους πρώτους δρομείς που συμπεριέλαβαν την προπόνηση με εναλλασσόμενες ασκήσεις (Interval training) στο προπονητικό του πρόγραμμα.
Ο άνθρωπος που επαναπροσδιόρισε τα όρια της ανθρώπινης αντοχής
Ο Ζάτοπεκ, βάσει των τότε δεδομένων, κατάφερε να πετύχει το ακατόρθωτο, θέτοντας 18 παγκόσμια ρεκόρ κατά την διάρκεια της καριέρας του. Μεταξύ άλλων ρεκόρ, κρατούσε την παγκόσμια πρωτιά των 10,000μ από το 1949 μέχρι το 1954, ενώ ήταν ο πρώτος που έσπασε το ‘σημείο’ των 29 λεπτών με χρόνο 28’ και 54.2’’. Παράλληλα, είχε σπάσει και διάφορα άλλα παγκόσμια ρεκόρ στα 5,000μ., 10 μίλια, 20,000μ., 15 μίλια, 25,000μ και 30,000μ.
Ο Ζάτοπεκ ως μέλος της εθνικής ομάδας της Τσεχοσλοβακίας αγωνίστηκε για πρώτη φορά σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο στους Ευρωπαϊκούς Αγώνες του Όσλο (1946), όπου τερμάτισε 5ος στα 5,000μ σπάζοντας το Τσεχοσλοβάκικο – δικό του – ρεκόρ. Επίσης, εκπροσώπησε την Τσεχοσλοβακία στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου (1948) όπου κέρδισε τον αγώνα 10,000μ και πήρε την 2η θέση στον αγώνα των 5,000μ, ένα αγώνα που έγινε κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης καταιγίδας.
Χαρακτηριστική και εντυπωσιακή ήταν επίσης η τριπλή νίκη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι (1952). Συγκεκριμένα, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στα 5,000μ και 10,000μ, πετυχαίνοντας τη νίκη του στα 5,000μ πηγαίνοντας από την 4η θέση στην 1η, μόλις στην τελευταία στροφή προσπερνώντας τρεις άλλους δρομείς. Έπειτα, τελευταία στιγμή αποφάσισε να τρέξει και στο αγώνισμα του μαραθωνίου, μια απόσταση που δεν είχε τρέξει ποτέ του προηγουμένως. Η στρατηγική του ήταν απλή, να ακολουθεί από την αρχή της διαδρομής τον Βρετανό Τζιμ Πίτερς ο οποίος είχε στην κατοχή του και παγκόσμιο ρεκόρ στο αγώνισμα του μαραθωνίου. Μετά από μια ώρα στον αγώνα ο Ζάτοπεκ ρώτησε τον Βρετανό τι πίστευε για τον αγώνα μέχρι στιγμής, με τον Πίτερς να του απαντάει ότι η ταχύτητα ήταν «πολύ αργή». Κάπου εκεί, ο Ζάτοπεκ ανέπτυξε ταχύτητα, με αποτέλεσμα ο Πίτερς να μην μπορεί να τον ακολουθήσει και να εγκαταλείψει τον αγώνα. Ο Ζάτοπεκ όχι μόνο τερμάτισε πρώτος, κερδίζοντας και τρίτο χρυσό μετάλλιο στην ίδια διοργάνωση, αλλά κατάφερε να σπάσει και το παγκόσμιο ρεκόρ κατά έξι λεπτά.
Το 1956 έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης, με στόχο να υπερασπιστεί τον χρυσό τίτλο του στο αγώνισμα του Μαραθωνίου. Ο ίδιος είχε υποστεί κάποιο τραυματισμό κατά τη διάρκεια της προπόνησης και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για έξι εβδομάδες, μετά τις οποίες ξεκίνησε και πάλι να προπονείτε χωρίς όμως να επανακτήσει πλήρως την φόρμα του. Έτσι, τερμάτισε στην 6η θέση με τον αντίπαλο του και φίλο του Αλαΐν Μίμουν να παίρνει την πρωτιά.
Η “Τσέχικη Ατμομηχανή”
Ο Ζάτοπεκ ήταν μια τεράστια φυσιογνωμία που έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για τις τεράστιες νίκες του, αλλά και την προσφορά του στο παγκόσμιο δρομικό κίνημα και την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του. Ήταν σεμνός, φιλικός, είχε χιουμοριστικό χαρακτήρα και δεν κρατούσε ποτέ τα μυστικά της επιτυχίας του, εφόσον του άρεσε να τα μοιράζεται με τους συναθλητές του. Επίσης, αυτό που ξεχώριζε τον Ζάποτεκ ήταν η χαρακτηριστική έκφραση πόνου στο πρόσωπο του κατά τη διάρκεια των αγώνων – το σήμα κατατεθέν του. Επίσης αυτό συνήθως συνοδευόταν από μακρόσυρτους συριγμούς και θορυβώδες λαχάνιασμα, γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν “Τσέχικη Ατμομηχανή”.
Ο Ζάτοπεκ ήταν παντρεμένος με την Ντάνα Ζατόπκοβα, αθλήτρια ακοντίου η οποία κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς τος Ελσίνκι (1952) μόλις λίγα λεπτά μετά την νίκη του Ζάτοπεκ στα 5,000μ. Ο ίδιος μιλούσε έξι διαφορετικές γλώσσες, ενώ ανά διαστήματα με την γυναίκα του φιλοξενούσαν αθλητές ανά το παγκόσμιο στο σπίτι τους στην Πράγα, όπως για παράδειγμα τον Αυστραλό δρομέα Ρον Κλαρκ, ο οποίος παρευρέθηκε στην Πράγα το 1966 για να συμμετάσχει σε αγώνα δρόμου.
Ο Ζάτοπεκ απεβίωσε σε ηλικία 78 ετών, στις 22 Νοεμβρίου 2020.
Το 2013, ανακηρύχθηκε από το περιοδικό “Runner’s World” ως ο καλύτερος δρομέας, αναβιώνοντας μία εξαίρετη δρομική προσωπικότητα.
Leave A Comment
You must be logged in to post a comment.